Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀναπληρόω-ῶ
ἀναπλήρωμα
ἀναπληρωματικός
ἀναπλήρωμα,
ατος
(
τὸ
) supplément,
Arstt.
Mir.
4, 4
.
Étym.
ἀναπληρόω
.