ἀναπηνίζομαι

ἀναπηρία

ἀνάπηρος
ἀναπηρία, ας () état d’un corps estropié, infirmité, Crat. (Poll. 2, 61) ; Arstt. Probl. 10, 26 ; Rhet. 2, 8, 10, etc.
Étym. ἀνάπηρος.