ἀνάριστος

ἀναρίτης

ἄναρκτος
ἀναρίτης, ου () [ᾰᾱῑ] coquillage de mer, Ibyc. 34 ; Epich. (Ath. 85d, 86 a, b).
Étym. cf. νηρίτης.