ἀναρπάζω

ἀναρπάξανδρος

ἀνάρπαστος
ἀναρπάξ·ανδρος, α, ον, qui entraîne les hommes (le Sphinx) Eschl. Sept. 776.
Étym. ἀναρπάζω, ἀνήρ.