ἀναρρίπιστος

ἀναρριπτέω-ῶ

ἀναρρίπτω
ἀνα·ρριπτέω-ῶ (seul. prés. et impf.) c. le suiv. Od. 13, 78 ; Hdt. 7, 50 ; Thc. 4, 95 ; DH. 3, 52, etc.
Étym. ἀνά, ῥιπτός, vb. de ῥίπτω.