ἀνάρτησις

ἀνάρτιος

ἀνάρτυτος
ἀν·άρτιος, ος, ον :
1 c. ἀνάρσιος, Plut. M. 1030a ||
2 impair, Plat. Phæd. 104e.
Étym. ἀν-, ἄρτιος.