ἀναστρατοπεδεία

ἀναστρατοπεδεύω

ἀναστρεπτέον
ἀνα·στρατοπεδεύω [ᾰτ] lever un camp, Pol. 1, 24, 4, etc. ; DH. 3, 55, etc. ||
Moy. m. sign. Jos. A.J. 14, 15, 14.