Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀναθεματίζω
ἀναθεματισμός
ἀναθεραπεύω
ἀναθεματισμός,
οῦ
(
ὁ
) [
μᾰ
] action d’anathématiser,
Naz.
3, 200 Migne
.