ἀνατρεπτέον

ἀνατρεπτικός

ἀνατρέπω
ἀνατρεπτικός, ή, όν, qui bouleverse, Plat. Rsp. 389d ; στομάχου, Diosc. 2, 75, qui soulève l’estomac ; fig. qui réfute, Thrasyll. (DL. 3, 59).