ἀναξιόλογος

ἀναξιοπάθεια

ἀναξιοπαθέω-ῶ
ἀναξιοπάθεια, ας () [πᾰ] indignation que cause un traitement injuste, Jos. A.J. 15, 2, 7.
Étym. v. le suiv.