ἀναξιοπάθεια

ἀναξιοπαθέω-ῶ

ἀναξιόπιστος
ἀναξιο·παθέω-ῶ [πᾰ] s’indigner d’un traitement injuste, Str. 361 ; DH. 4, 11.
Étym. ἀνάξιος, πάθος.