ἀνάξιος

ἀναξιφόρμιγξ

Ἀναξίων
ἀναξι·φόρμιγξ, ιγγος (ὁ, ἡ) [ξῐ] roi de la lyre, Pd. O. 2, 1.
Étym. ἄναξ, φ.