ἀγχίνως

ἀγχίπαλος

ἀγχίπλοος-ους
ἀγχί·παλος, ος, ον [ῐᾰ] c. ἀγχέμαχος, Sib. 10, 100 ; 119.
Étym. ἄγχι, πάλη.