ἀγχίπαλος

ἀγχίπλοος-ους

ἀγχίπολις
ἀγχί·πλοος-ους, οος-ους, οον-ουν, qui navigue dans le voisinage, de courte navigation, Eur. I.T. 1325.
Étym. ἄ. πλέω.