ἄγχιστος

ἀγχίστροφος

ἀγχιστρόφως
ἀγχί·στροφος, ος, ον, qui se retourne vite, Thgn. 1261 ; fig. ἀ. μεταϐολή, Thc. 2, 53, changement soudain ; ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι, Hdt. 7, 13, changer prestement d’avis.
Étym. ἄ. στρέφω.