ἀνδραγάθημα

ἀνδραγαθία

ἀνδραγαθίζομαι
ἀνδρ·αγαθία, ας () [ρᾰᾰθ]
1 courage, Thc. 2, 42 ||
2 loyauté, vertu, Thc. 3, 57 ; Xén. Cyr. 3, 3, 55 ; Ages. 10, 2 ; Dém. 1370, 19 ||
E Ion. -ίη, Hdt. 1, 99.
Étym. ἀνήρ, ἀγαθός.