ἀνδραγαθία

ἀνδραγαθίζομαι

ἀνδραγαθικός
ἀνδραγαθίζομαι [ρᾰᾰθ] c. ἀνδραγαθέω (seul. prés. Thc. 2, 63 ; 3, 40, et inf. ao. -ίσασθαι, App. Civ. 5, 101).