ἀνδρακάς

ἀνδραλογία

ἀνδραπόδεσσι
ἀνδρα·λογία, ας () [ᾰλ] levée d’hommes, Spt. 2 Macc. 12, 43.
Étym. ἀνήρ, -λόγος de λέγω.