Ἀνδραίμων

ἀνδρακάς

ἀνδραλογία
ἀνδρακάς [ρᾰᾰ] adv. par homme, Od. 13, 14 ; Eschl. Ag. 1595.
Étym. ἀνήρ.
ἀνδρακάς, άδος () [ρᾰᾰδ] part ou portion pour un homme, Nic. Th. 643 (ἀνδρακάς 1).