ἀνδραποδιστήριος

ἀνδραποδιστής

ἀνδραποδιστικός
ἀνδραποδιστής, οῦ () [ᾰπ] qui réduit en servitude des hommes libres, Lys. 117, 8 ; Ar. Pl. 522, etc. ; joint à βωμολόχους, Ar. Th. 818 ; à ἱερόσυλοι et à τοιχωρύχοι, Plat. Rsp. 344b, etc. ; ἀ. ἑαυτοῦ, Xén. Mem. 1, 2, 6, qui aliène sa liberté.
Étym. ἀνδραποδίζω.