ἀνδραποδιστής

ἀνδραποδιστικός

ἀνδραποδοκάπηλος
ἀνδραποδιστικός, ή, όν [ᾰπ] qui concerne la capture et le trafic des esclaves, Plat. Soph. 222c ||
Sup. adv. -ώτατα, Eup. 396 Kock.