ἀνδριαντοποιϊκή

ἀνδριαντοποιός

ἀνδριαντουργέω-ῶ
ἀνδριαντο·ποιός, οῦ () statuaire, sculpteur, Pd. N. 5, 1 ; Xén. Mem. 2, 6, 6, etc. ; Plat. Rsp. 540c, etc.
Étym. ἀνδριάς, ποιέω.