ἀνδριαντοποιΐα

ἀνδριαντοποιϊκή

ἀνδριαντοποιός
ἀνδριαντοποιϊκή, ῆς () s. e. τέχνη, c. le préc. Arstt. P.A. 1, 1, 17, etc.