ἀνδροδάϊκτος

ἀνδροδάμας

Ἀνδροδάμας
ἀνδρο·δάμας, αντος (ὁ, ἡ) [δᾰ]
1 qui dompte les hommes, Pd. N. 3, 37 ||
2 qui tue son époux, Pd. N. 9, 16.
Étym. ἀνήρ, δαμάω.