Ἀνδροδάμας

ἀνδροδόκος

ἀνδροθέα
ἀνδρο·δόκος, ος, ον, qui reçoit les hommes, P. Sil. Ecphr. amb. 118.
Étym. ἀνήρ, δέκομαι p. δέχομαι.