Ἀνδρομήδης

ἀνδρομήκης

ἀνδρομητὸν ἐγχειρίδιον
ἀνδρο·μήκης, ης, ες, de la taille (litt. de la longueur) d’un homme, Xén. Hell. 3, 2, 3 ; Pol. 8, 7, 6, etc. ; DS. 3, 40 ; Jos. B.J. 5, 5, 4, etc.
Étym. ἀνήρ, μῆκος.