ἀνδρομήκης

ἀνδρομητὸν ἐγχειρίδιον

ἀνδρόμορφος
ἀνδρομητὸν ἐγχειρίδιον (τὸ) poignard à lame rentrante pour le théâtre, A. Tat. 3, 20 et 24.
Étym. *ἀνδρομή p. ἀναδρομή ; sel. Hsch. ἀνδρομηρόν.