ἀνδρόθεν

ἀνδρόθηλυς

ἀνδροθνής
ἀνδρό·θηλυς, εος (ὁ, ἡ) c. ἀνδρόγυνος, Philstr. 489.
Étym. ἀνήρ, θῆλυς.