ἀνδρόθηλυς

ἀνδροθνής

ἀνδροκάπηλος
ἀνδρο·θνής, ῆτος (ὁ, ἡ) homicide, meurtrier, Eschl. Ag. 814.
Étym. ἀνήρ, θνῄσκω.