ἀνδροτομέω-ῶ

ἀνδροτυχής

ἀνδροφαγέω-ῶ
ἀνδρο·τυχής, adj. f. [] qui trouve un époux, Eschl. Eum. 960.
Étym. ἀνήρ, τυγχάνω.