Ἀνδροτίων

ἀνδροτομέω-ῶ

ἀνδροτυχής
ἀνδρο·τομέω-ῶ (ao. 3 sg. ἠνδροτόμησε) châtrer, Sext. M. 1, 289.
Étym. ἀνήρ, τέμνω.