ἀνεμόφθορος

ἀνεμοφόρητος

ἀνεμόω-ῶ
ἀνεμο·φόρητος, ος, ον, emporté par le vent, Cic. Att. 13, 37 ; Luc. Lex. 7.
Étym. ἄ. φορέω.