ἀνεμοφθορία

ἀνεμόφθορος

ἀνεμοφόρητος
ἀνεμό·φθορος, ος, ον, endommagé par le vent, Spt. Hos. 8, 7 ; Phil. 2, 431.
Étym. ἄ. φθείρω.