ἀνεμούριον

ἀνεμοφθορία

ἀνεμόφθορος
ἀνεμοφθορία, ας () dommage causé par le vent, Spt. Deut. 28, 12 ; 2 Par. 6, 28, etc.
Étym. ἀνεμόφθορος.