ἀνέγκλιτος

ἀνεγκωμίαστος

ἀνέγνων
ἀν·εγκωμίαστος, ος, ον, non vanté, Isocr. 204a ; Jos. A.J. 4, 6, 13.
Étym. ἀν-, ἐγκωμιάζω.