ἀνέντευκτος

ἀνεντρεχής

ἀνεξάλεπτος
ἀν·εντρεχής, ής, ές, non versé dans, malhabile, Hiérocl. (Stob. Fl. 39, 34).
Étym. ἀν-, ἐντρεχής.