ἀνεντρεχής

ἀνεξάλεπτος

ἀνεξάλλακτος
ἀν·εξάλεπτος, ος, ον [ᾰλ] ineffaçable, Isocr. 96c ; Plut. M. 1b, etc.
Étym. ἀν-, ἐξαλείφω.