ἀνέξοιστος

ἀνεόρταστος

ἀνέορτος
ἀν·εόρταστος, ος, ον, sans fêtes, Démocr. (Stob. Fl. 16, 21) ; Plut. M. 1102b.
Étym. ἀν-, ἑορτάζω.