ἀνεπιθύμητος

ἀνεπικαλύπτως

ἀνεπίκαυστος
ἀν·επικαλύπτως [κᾰ] adv. sans se cacher, ouvertement, DS. 2, 21.
Étym. ἀν-, ἐπικαλύπτω.