ἀνεπίκλυστος

ἀνεπικούρητος

ἀνεπικρισία
ἀν·επικούρητος, ος, ον, non secouru, Philém. (Stob. Fl. 30, 4, 2).
Étym. ἀν-, ἐπικουρέω.