ἀνεπίθετος

ἀνεπιθεώρητος

ἀνεπιθόλωτος
ἀν·επιθεώρητος, ος, ον, non observé, non gouverné, Herm. Iatr. 394.
Étym. ἀν-, ἐπιθεωρέω.