ἀνεπιθεώρητος

ἀνεπιθόλωτος

ἀνεπιθύμητος
ἀν·επιθόλωτος, ος, ον, non souillé de boue, pur, Sext. M. 1, 303.
Étym. ἀν-, ἐπιθολόω.