ἀνερμάτιστος

ἀνερμήνευτος

ἀνερμηνεύτως
ἀν·ερμήνευτος, ος, ον, non interprété, inexplicable, Sext. M. 7, 66 ; Aristén. 2, 5.
Étym. ἀν-, ἑρμηνεύω.