ἀνεύρυσμα

ἀνευρυσματώδης

ἀνευρυσμός
ἀνευρυσματώδης, ης, ες [μᾰ] en forme de dilatation, Aét. 15, 10.
Étym. ἀνεύρυσμα, -ωδης.