ἀνευρυσματώδης

ἀνευρυσμός

ἀνευφημέω-ῶ
ἀνευρυσμός, οῦ () c. le préc. Antyll. (Orib. 4, 52, 53) ; Diosc. 1, 12 ; Gal. 2, 272.