ἀνεξάλεπτος

ἀνεξάλλακτος

ἀνεξάντλητος
ἀν·εξάλλακτος, ος, ον, invariable, immuable, Procl. Plat. Tim. p. 175.
Étym. ἀν-, ἐξαλλάσσω.