Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀνεξελίκτως
ἀνεξεραύνητος
ἀνεξέργαστος
ἀν·εξεραύνητος,
ος, ον,
c.
ἀνεξερεύνητος,
NT.
Rom.
11, 33
.
Étym.
ἀν-, *ἐξεραυνάω
;
v.
ἐραυνάω
.