ἀνεξελίκτως

ἀνεξεραύνητος

ἀνεξέργαστος
ἀν·εξεραύνητος, ος, ον, c. ἀνεξερεύνητος, NT. Rom. 11, 33.
Étym. ἀν-, *ἐξεραυνάω ; v. ἐραυνάω.