Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀνεξεραύνητος
ἀνεξέργαστος
ἀνεξερεύνητος
ἀν·εξέργαστος,
ος, ον,
inachevé,
Luc.
Fug.
21
.
Étym.
ἀν-, ἐξεργάζομαι
.