ἀνεξικακέω-ῶ

ἀνεξικακία

ἀνεξίκακος
ἀνεξικακία, ας () [ῐᾰκ] résignation, Plut. M. 90e, etc. ; Luc. Par. 53, etc.
Étym. ἀνεξίκακος.