ἀνεξικακία

ἀνεξίκακος

ἀνεξικάκως
ἀνεξί·κακος, ος, ον [ῐᾰ] résigné, Luc. J. voc. 9 ||
Cp. -ώτερος, Arét. 19, 23 ; sup. -ώτατος, Thém. 271b.
Étym. ἀνέχω, κακόν.